- πρωτευουσιάνικος
- -η, -οαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωτεύουσα ή προέρχεται από την πρωτεύουσα: Έχει πρωτευουσιάνικο αέρα η γυναίκα αυτή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.