πρωτευουσιάνικος

πρωτευουσιάνικος
-η, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωτεύουσα ή προέρχεται από την πρωτεύουσα: Έχει πρωτευουσιάνικο αέρα η γυναίκα αυτή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρωτευουσιάνικος — η, ο, Ν 1. αυτός που προσιδιάζει στην πρωτεύουσα και στον πρωτευουσιάνο 2. αυτός που προέρχεται από την πρωτεύουσα. επίρρ... πρωτευουσιάνικα Ν με πρωτευουσιάνικο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτευουσιάνος. Η λ., στο θηλ. πρωτευουσιάνικη, μαρτυρείται από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”